H Συμβουλευτική Ατόμων με Αναπηρίες

Η 3η Δεκεμβρίου γιορτάζεται ως παγκόσμια ημέρα των ατόμων με αναπηρίες. Ειδικότερα η μέρα αυτή αποτελεί αφορμή για προβληματισμό σε ότι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, εκπαίδευσης, κοινωνικής ένταξης, επαγγελματικής αποκατάστασης των ατόμων με αναπηρίες τόσο στην χώρα μας όσο και στον κόσμο όλο. Φυσικά και η αναπηρία είναι μία περιοριστική συνθήκη ζωής που αλλάζει τη ζωή του ατόμου αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την κοινωνική της διάσταση ξεκινώντας από το ότι προκύπτει από εξωτερικά εμπόδια και περιορισμούς γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους που ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας τα πραγματικά εμπόδια δημιουργούνται επειδή ζούνε σε ένα ανάπηρο κοινωνικό περιβάλλον και όχι επειδή έχουν καταστεί ανάπηροι.

Με αναφορά σ' αυτήν την ημέρα θα ήθελα με το άρθρο μου να αναφερθώ στο δικαίωμα που έχουν τα άτομα με αναπηρίες για καλύτερη κοινωνική και ψυχολογική στήριξη και στις ιδιομορφίες που μπορεί να έχει το θεραπευτικό πλαίσιο. Η συμβουλευτική αναπηροκεντρική προσέγγιση επιδιώκει να βοηθήσει τους ανθρώπους με αναπηρίες να συνειδητοποιήσουν τις υλικές τους ανάγκες, να γνωρίσουν το παράλυτο μέρος του σώματός τους, να (ξανα)μάθουν να το υπηρετούν, να το προστατεύουν και να το χειρίζονται. Η συμβουλευτική πρέπει να διευκολύνει τους ανθρώπους με αναπηρίες να ανακαλύψουν νέους κώδικες έκφρασης αυτών που συμβαίνουν στο σώμα τους.

Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας κάνει σαφές τη διαφορά ανάμεσα στη «σωματική βλάβη» και την «αναπηρία», όπου ο όρος αναπηρία περιγράφει τα θεσμοθετημένα εμπόδια που υπάρχουν για τα άτομα με αναπηρίες με στόχο και αποτέλεσμα την διάκριση τους από την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Τα άτομα αυτά εκλαμβάνονται από την κοινωνία ως άρρωστα, τραγικά, αδύναμα, εξαρτημένα, ανολοκλήρωτες προσωπικότητες και κυρίως χρήζουν οπωσδήποτε αποκατάστασης, θεραπείας και φροντίδας, προκειμένου να γίνουν όσο πιο «φυσιολογικά» γίνεται και να νιώσουν καλύτερα με τον εαυτό τους. Παρόλα αυτά είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ύπαρξη μιας σωματικής αναπηρίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που έχει προκύψει δυστυχώς από τους επιστήμονες μέσα από την επαφή τους με άτομα με αναπηρίες και εμμένει στο στερεότυπο ότι η ευτυχία και η αυτοεκτίμηση μπορεί να υπάρχει μόνο σε «υγιή» και αρτιμελή άτομα. Μια βασική συναισθηματική διαταραχή που αποδίδεται συχνά στα άτομα με αναπηρίες είναι ο θρήνος. Ο λόγος της εμφάνισής του είναι το αίσθημα της απώλειας των ικανοτήτων που μέχρι τώρα είχαν τα άτομα αυτά. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αν δεν υπάρξει το στάδιο του θρήνου, τότε υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστεί αργότερα η συναισθηματική αστάθεια υπό άλλη μορφή. Ακόμα και σήμερα η συμβουλευτική που παρέχεται σε άτομα με αναπηρίες στηρίζεται αρκετά στο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, όπου ο ενδιαφερόμενος αντιμετωπίζεται ως ασθενής και η αναπηρία του ως προσωπικό πρόβλημα. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια με την δράση του κινήματος για την αναπηρία, που ξεκίνησε πρωτίστως από τα ίδια τα άτομα με αναπηρίες, η στάση των ειδικών απέναντι σε αυτήν την ομάδα των συμπολιτών μας τείνει να αλλάζει και να αποκτά περισσότερο κοινωνικές διαστάσεις. Πλέον δεν υποστηρίζεται ότι χρειάζεται ο πελάτης να περάσει από όλα τα στάδια του θρήνου προκειμένου να αποδεχτεί την κατάσταση του. Απαίτηση του πελάτη με αναπηρία είναι να μην προσπαθεί ο σύμβουλος να τον πείσει τι είναι καλό για αυτόν να κάνει στη ζωή του αλλά να είναι ο ίδιος υπεύθυνος των επιλογών του.

Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η συμβουλευτική ατόμων με αναπηρίες δεν χρειάζεται να έχει διαφορετική μορφή από την συμβουλευτική ατόμων μη ανάπηρων. Αξίζει να παρατηρήσουμε όμως ότι όσο και αν τα θέματα και τα συναισθήματα που προκύπτουν από μια συζήτηση με άτομα με αναπηρίες είναι τα ίδια με άτομα μη ανάπηρα, η αιτία αυτών μπορεί να είναι τελείως διαφορετική.

Η επιτυχία της συμβουλευτικής ατόμων με αναπηρίες μπορεί να στηρίζεται τόσο στο πόσο ικανός και διατεθειμένος είναι ο ψυχολόγος να κάνει συνεχώς την αυτοκριτική του και να αναστοχάζεται τα πιθανά ιδεολογικά, φυσικά και συμπεριφορικά αίτια και εμπόδια, όσο και στην ετοιμότητα του να ακούσει και να αποδεχτεί τις διαφορετικές ερμηνείες του πελάτη για την αναπηρία. Μια περισσότερο εξειδικευμένη μορφή συμβουλευτικής στον κλάδο της αναπηρίας είναι η «συμβουλευτική ομοτίμων», δηλαδή, σύμβουλος και πελάτης να είναι άτομα με αναπηρία. Δύο άνθρωποι που έχουν την εμπειρία της αναπηρίας αναπτύσσουν μία σχέση συμβουλευτικής και προσωπικής ενδυνάμωσης, συγκρίνοντας τις εμπειρίες τους και τους ποικίλους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα καθημερινά προβλήματα μέσα από τα βιώματα της αναπηρίας τους. Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά και για τις δύο ομάδες και φαίνεται ότι αυτό το θέμα δεν θα λυθεί ποτέ. Τελικά, επαφίεται στον κάθε συμβουλευόμενο τι θα διαλέξει και τι πιστεύει ο ίδιος ότι είναι καλύτερο για τον εαυτό του. Βασικές δεξιότητες που θα πρέπει πάντως να έχει ένας σύμβουλος στον συγκεκριμένο χώρο είτε έχει κάποια αναπηρία ή όχι είναι η απογύμνωση από τυχόν προκαταλήψεις για την αναπηρία που υπάρχουν μέσα μας από παιδιά, η αυθεντικότητα και η ικανότητα να εξομαλύνει τις όποιες ανισσοροπίες προκύπτουν μέσα στη θεραπευτική διαδικασία. Χρειάζεται ο σύμβουλος να δημιουργήσει μια απελευθερωτική σχέση με τον πελάτη και να μπορεί να κατανοήσει όσο γίνεται τον πολιτισμό της αναπηρίας.

Στόχος της συμβουλευτικής ατόμων με αναπηρίες είναι η κοινωνική αλλαγή μέσω της ενδυνάμωσης τους. Με τον όρο ενδυνάμωση στο κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας εννοούμε την ικανότητα των ατόμων με αναπηρίες να προκαλέσουν και να σπάσουν τα όποια εμπόδια δημιουργούν την αναπηρία τους. Σήμερα λοιπόν ολοένα και περισσότερο γίνεται αναγνωρίσιμη η ανάγκη για την ύπαρξη συμβουλευτικής προσανατολισμένης στην αναπηρία η οποία θα συναντά τις ανάγκες των ανθρώπων με αναπηρίες και δεν θα τις αγνοεί. Δεν χρειάζονται σύμβουλοι που θα αναπαράγουν το ιατρικό μοντέλο αλλά σύμβουλοι που θα είναι ικανοί να κατανοούν τους μηχανισμούς εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου. Επειδή, εάν οι άνθρωποι με αναπηρίες χρειάζονται κάτι, αυτό είναι η ενδυνάμωση, η εκπαίδευση και η ενημέρωση που θα τους επιτρέπει διαρκώς να κάνουν συνειδητοποιημένες επιλογές ανεξαρτησίας και να απελευθερωθούν από τυχόν κοινωνικούς καταναγκασμούς και εξαρτήσεις.